-
1 ιδεολογία
η1) идеология, мировоззрение;η μαρξιστική-λενινιστική ιδεολογία — марксистско-ленинская идеология;
η αστική ιδεολογία — буржуазная идеология;
2) утопия, несбыточные идеи;αυτά πού λες, είναι καθαρή ιδεολογία — то, что ты говоришь, чистая утопия;
3) идейность, преданность какой-л. передовой идее, бескорыстие -
2 ιδεολογία
[идэологиа] ουσ. Θ. идеология.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ιδεολογία
-
3 ιδεολογία
[идэологиа] ουσ θ идеология. -
4 идеология
-
5 идеология
идео́л||огияж ἡ Ιδεολογία:марксистско-ленинская \идеология ἡ μαρξιστι-κήλενινιστική Ιδεολογία -
6 идеолог
ο ιδεολόγος, -ический ιδεολογικόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > идеолог
-
7 чуждый
чу́жд||ыйприл в разн. знач. ξένος:\чуждыйая идеология ἡ ξένη Ιδεολογία· он чужд зависти δέν γνωρίζει φθόνο. -
8 буржуазный
-
9 идеология
-и.θ. ιδεολογία. -
10 новообращённый
επ.νεοφώτιστος. || προσήλυτος, που πρόσφατα προσχώρησε σε άλλη,ιδεολογία. -
11 поправеть
-вею, -веешьρ.σ. γίνομαι πιο δεξιός, πηγαίνω πιο δεξιά (για πεποιθήσεις ιδεολογία κ.τ.τ.). -
12 последовательный
επ., βρ: -лен, -льна, -о1. διαδοχικός• αλλεπάλληλος•в-ом порядке με διαδοχική σειρά•
- ое включение ή соединение тока σύνδεση του ρεύματος σε σειρά.
2. επαγωγικός•последовательный вывод επαγωγικά συμπέρασμα.
|| συνεπής απαρέγκλιτος (για πεποιθήσεις, ιδεολογία κ.τ.τ.). -
13 центристский
επ.του κεντρισμού•-ая идеология ιδεολογία του κεντρισμού•
-ая политика η πολιτική του κεντρισμού.
-
14 церковность
-и θ.τα εκκλησιαστικά ή η εκκλησιαστική ιδεολογία. -
15 чуждый
επ., βρ: чужд, чужда-о παλ. ξένος•-ая помога ξένη βοήθεια•
-ые страны οι ξένες χώρες.
|| μτφ. όχι δικός•-ые элементы ξένα στοιχεία•
-ая идеология ξένη ιδεολογία.
См. также в других словарях:
ιδεολογία — η 1. σύνολο ιδεών ή αρχών: Μαρξιστική ιδεολογία. 2. σύνολο πεποιθήσεων: Δε συμφωνώ με την ιδεολογία σου. 3. προσήλωση με ανιδιοτέλεια σε ανώτερες αρχές: Όλα αυτά τα κάνει από ιδεολογία. 4. ουτοπία, θεωρία χωρίς πρακτική αξία: Αυτά που λες είναι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ιδεολογία — Όρος που αναφέρεται σε ένα σύνολο φιλοσοφικών, ηθικών και κοινωνικών ιδεών και αρχών και έλαβε ποικίλες σημασίες στο πέρασμα του χρόνου. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Ντεστί Ντε Τρασί (1754–1836) για να δηλώσει την επιστήμη των… … Dictionary of Greek
παναραβισμός — Μία από τις πλέον παρεξηγημένες ίσως έννοιες στη σύγχρονη διεθνή ιστορία είναι η έννοια του αραβισμού, δηλαδή του σύγχρονου εθνικισμού των Αράβων, που στηρίζεται στην έννοια του αραβισμού ή του αραβικού έθνους. Το κριτήριο της εθνικής ταυτότητας … Dictionary of Greek
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
ομοσπονδία — Με τον όρο ο. δηλώνονται σχέσεις ιδιωτικές και σχέσεις δημόσιες. Στον ιδιωτικό τομέα ο. είναι η ένωση σωματείων (εργατικών, αθλητικών) ή συνεταιρισμών που επιδιώκουν κοινούς σκοπούς, και η συνομοσπονδία είναι ένωση τέτοιων ο.· και η μια και η… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Definitions of fascism — Part of a series on Fascism … Wikipedia
Dimitri Kitsikis — (Greek: Δημήτρης Κιτσίκης) (born 2 June 1935 in Athens, Greece) is a Greek Turkologist, Professor of International Relations and Geopolitics. He has also published poetry in French and Greek. Contents … Wikipedia
Dimitri Kitsikis — (Δημήτρης Κιτσίκης) (2 juin 1935 à Athènes ) est un historien turcologue de géopolitique et professeur de relations internationales à l université d’Ottawa (Canada), depuis 1970. Il est membre de l Académie canadienne (Société Royale du Canada)… … Wikipédia en Français
Морея — Карта средневекового Пелопоннеса и его основаная топонимика Морея (греч … Википедия